λαρυγγοτομία

λαρυγγοτομία
η (Α λαρυγγοτομία) [λαρυγγοτομώ]
νεοελλ.
διάνοιξη τού λαρυγγικού τοιχώματος για θεραπευτικούς σκοπούς
αρχ.
η κοπή τού λάρυγγα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαρυγγοτομία — λαρυγγοτομίᾱ , λαρυγγοτομία fem nom/voc/acc dual λαρυγγοτομίᾱ , λαρυγγοτομία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαρυγγοτομία — η (ιατρ.), τομή και διάνοιξη του λάρυγγα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαρυγγοτομίας — λαρυγγοτομίᾱς , λαρυγγοτομία fem acc pl λαρυγγοτομίᾱς , λαρυγγοτομία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαρυγγοτομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λαρυγγοτομία. επίρρ... λαρυγγοτομικώς και ά με βάση τις ενδείξεις τής λαρυγγοτομίας …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγοτόμος — ο το όργανο με το οποίο γίνεται η λαρυγγοτομία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”